Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποιμενάρχης

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek (Liddell-Scott)

ποιμενάρχης: καὶ -αρχος, ου, ἄρχων, ἡγούμενος τῶν ποιμένων, ἐπίσκοπος, Ἐκκλ.˙ ― ἐντεῦθεν -αρχέω, -αρχία, ἡ, αὐτόθι.

Greek Monolingual

και ποιμέναρχος, ο, ΝΜ
ο πνευματικός αρχηγός του εκκλησιαστικού ποιμνίου
μσν.
ο ηγούμενος τών πνευματικών ποιμένων, αρχιερέας, επίσκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + -άρχης / -αρχος (πρβλ. εθνάρχης, ναύαρχος].