πολυμερῶς

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
en plusieurs parties, de plusieurs sortes, diversement.
Étymologie: πολυμερής.

English (Strong)

adverb from a compound of πολύς and μέρος; in many portions, i.e. variously as to time and agency (piecemeal): at sundry times.

English (Thayer)

(πολυμερής), by many portions: joined with πολυτρόπως, at many times (Vulg. multifariam (or-rie)), and in many ways, Josephus, Antiquities 8,3, 9 (variant; Plutarch, mor., p. 537d., i. e. de invid. et od. 5); οὐδέν δεῖ τῆς πολυμερους ταύτης καί πολυτροπου μουσης τέ καί ἁρμονίας, Max. Tyr. diss. 37, p. 363; (cf. Winer's Grammar, 463 (431)).)

Russian (Dvoretsky)

πολυμερῶς:
1 по различным частям, в отдельных деталях (ἐκμορφοῦν τι Plut.);
2 многократно (π. καὶ πολυτρόπως λαλῆσαι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμερῶς adv. van πολυμερής.

Chinese

原文音譯:polumšrwj 坡呂-姆羅士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:多-分 似
字義溯源:多次,多部分組成;由(πολύς)*=多)與(μέρος)=份或分享)組成;而 (μέρος)出自(μείζων)X*=分得的份)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 多次(1) 來1:1