πολυρρόθιος
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
πολυρρόθιον, much-dashing, loud-roaring, θάλασσα Q.S.7.395; buffeted by many waves, ἄνθρωποι Arat.412.
Greek (Liddell-Scott)
πολυρρόθιος: -ον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ μεγάλως ῥοχθοῦσα, θάλασσα Κόϊντ. Σμ. 7. 305· ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμμάτων πληττόμενος Ἄρατ. 412· ― ὡσαύτως πολύρροθος, ον, φροίμια π., αἱ κραυγαὶ πολλῶν φωνῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α πολύρροθος
1. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολύβουος
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πλήττεται από τα κύματα της δυστυχίας («ἐποικτίρασα πολυρροθίους ανθρώπους», Άρατ.).
German (Pape)
viel oder sehr rauschend, übertragen, ἄνθρωποι, Arat. 412, von den Fluten des Unglücks umhergetrieben.