πρατικός
From LSJ
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
English (LSJ)
πρατική, πρατικόν, of or for selling, only as substantive, πρατική, ἡ, tax on sales, IG 5(1).18 B12 (Sparta): πρατικόν, τό, commission on sales, POxy.1454.6 (ii A. D.): pl., Sammelb.4425 v 13 (ii A. D.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πρατός
1. αυτός που αναφέρεται στην πώληση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρατική
φόρος στις πωλήσεις
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρατικόν
προμήθεια, ποσοστό στις πωλήσεις.