προεγκλείω

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

German (Pape)

[Seite 717] (s. κλείω), vorher einschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεγκλείω: ἐγκλείω πρότερον, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 14, κτλ.

Greek Monolingual

Μ
εγκλείω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐγκλείω «κλείνω μέσα, περιορίζω»].