προσεπιλαμβάνομαι
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monotonic
προσεπιλαμβάνομαι: μέλ. -λήψομαι — Μέσ., παίρνω μέρος μαζί με κάποιον άλλο σε κάποιο πράγμα, βοηθώ επιπλέον κάποιον σε κάτι, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι
Mid. to take part with another in a thing, to help one in a thing besides, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Hdt.