προσθέτω

From LSJ

Greek Monolingual

Ν θέτω
1. κάνω την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης
2. αυξάνω την ποσότητα ή τη δόση (α. «πρόσθεσε κι άλλο αλεύρι» β. «πρέπει να προσθέσουμε αντιβιοτικά»)
3. τοποθετώ κάτι επάνω, δίπλα ή κοντά σε κάτι (α. «πρέπει να προσθέσω και δεύτερο όροφο»)
4. (για λόγο) αναφέρω επί πλέον, συμπληρώνω.