προχάζω
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A advance, Hsch., Phot.
2 = ἀναποδίζω, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
προχάζω: προχωρῶ, «προχάζοις· προβαίνοις. ἀναποδίζοις» καὶ «πρόχασον· πρόελθε» Ἡσύχ.· «προχάζοις: προβαίνοις» Φώτ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις
προβαίνοις»
2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις
ἀναποδίζοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. αναχάζω)].