πρόκρισις
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
-εως, ἡ, preference, selection, S.E. P.2.45, al.; ἐκ προκρίσεως (προκρίνω 1.1b) Pl.Plt. 298e.
German (Pape)
[Seite 731] ἡ, vorhergefälltes Urtheil, Wahl, Plat. Polit. 298 a u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πρόκρῐσις: εως ἡ предпочтение, выбор Sext.: ἐκ προκρίσεως Plat. по выбору.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκρῐσις: -εως, ἡ προτίμησις, ἐκλογή, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 45, κ. ἀλλ.· ἐκ προκρίσεως Πλάτ. Πολιτ. 299Α. ΙΙ. προηγουμένη κρίσις, Κλήμ. Ἀλ. 999.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόκρισις -εως, ἡ [προκρίνω] voorselectie.