πυρολαβίς
From LSJ
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (λαμβάνω) pair of fire-tongs, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 823] ίδος, ἡ, Feuerfasserinn, Feuerzange (?).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρολᾰβίς: -ίδος, ἡ, (λαμβάνω) λαβὶς τοῦ πυρός, πυράγρα, «τσιμπίδα, μασιά», Γλωσσ.
Greek Monolingual
η / πυρολαβίς, -ίδος, ΝΜΑ
πυράγρα, μασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + λαβίς, -ίδος].