ράφι

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. σανίδα στερεωμένη οριζόντια σε τοίχο, ντουλάπι, βιβλιοθήκη ή άλλο σκεύος για την τοποθέτηση τροφίμων, εμπορευμάτων, βιβλίων κ.λπ. επάνω της
2. φρ. «έμεινε στο ράφι» — έμεινε ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. raf].