ρυθμιστής
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
Greek Monolingual
ο / ῥυθμιστής, ΝΜΑ ῥυθμίζω
αυτός που ρυθμίζει, που διακανονίζει, που διευθετεί κάτι (α. «τών πάντων / γνώστης, εσύ ρυθμιστής», Παλαμ.
β. «ὦ δικαστηρίων τηλικοῦτον ῥυθμιστήν», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη μιας κατάστασης, μιας διαδικασίας, μιας ενέργειας, ενός φαινομένου («το μικρό αυτό κόμμα, με τους λίγους βουλευτές του, έγινε ρυθμιστής της κατάστασης»)
2. τεχνολ. διάταξη ικανή να διατηρεί πρακτικώς σταθερό ή να μεταβάλλει σύμφωνα με τις προδιαγραφές ένα μέγεθος μηχανικής ή άλλης λειτουργίας, όπως λ.χ. ταχύτητας, ισχύος, ρεύματος, τάσης, συχνότητας, πίεσης, παροχής
3. στρ. ο ρυθμιστήρας
4. ναυτ. πλοίο από τη σχετική θέση του οποίου κανονίζονται οι σχηματισμοί ή και οι μετακινήσεις όλου του στόλου
5. (ιδίως στις ατμομηχανές) στρόφιγγα ή δικλείδα που κανονίζει τη μετάβαση του ατμού διά μέσου του ατμαγωγού σωλήνα στον ατμοσύρτη και μέσα από αυτόν στον κύλινδρο, αλλ. ατμοφράκτης
6. φρ. α) «ρυθμιστής του πολιτεύματος» — ο ανώτατος άρχων μιας συντεταγμένης πολιτείας
β) «ρυθμιστής τάσης»
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρική ή ηλεκτρονική διάταξη η οποία διατηρεί την τάση μιας ηλεκτρικής πηγής μέσα σε προκαθορισμένα όρια.