ρυμείος

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α ῥυμός
1. ο όμοιος με ρυμό, με κούτσουρο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυμεῖα και ῥυμείια
τα μονόξυλα.