ρώβα

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

η, Ν
κοινή ονομασία είδους τριχωτής αράχνης, αλλ. ρώγα και ρωγαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρώγα].