σάμερον

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάμερον Medium diacritics: σάμερον Low diacritics: σάμερον Capitals: ΣΑΜΕΡΟΝ
Transliteration A: sámeron Transliteration B: sameron Transliteration C: sameron Beta Code: sa/meron

English (LSJ)

v. σήμερον. Σάμη, v. Σάμος. σαμία, v. ζημία. σαμίθη· ῥόφημά τι, ὡς Γλαυκίας ὁ ἰατρός, Hsch. σαμινά, Lacon. for θαμινά, Id. σάμμα· ὄργανον μουσικὸν παρὰ Ἰνδοῖς, Id.

German (Pape)

dor. = σήμερον.

Russian (Dvoretsky)

σάμερον: (ᾱ) τό дор. = σήμερον.

Greek (Liddell-Scott)

σάμερον: Δωρ. ἀντὶ σήμερον, Πίνδ.

English (Slater)

ςᾱμερον today πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Ἐὐρώτα πόρον δεῖ σάμερο̄ν ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ (σάμερόν μ add. Boeckh) (O. 6.28) σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν (P. 4.1) ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων (P. 12.29)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. σήμερον.

Greek Monotonic

σάμερον: Δωρ. αντί σήμερον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σᾱ́μερον Dor. voor σήμερον.