σαγηνεία
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἡ, hunting and taking with the σαγήνη, Plu.2.730b, Him.Or.2.19.
German (Pape)
[Seite 857] ἡ, die Jagd und der Fang mit dem großen Netze, σαγήνη, Plut.; Suid. erkl. ἁλιεία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pêche à la seine.
Étymologie: σαγηνεύω.
Greek Monolingual
ἡ, Α σαγηνεύω
ψάρεμα με το δίχτυ σαγήνη.
Russian (Dvoretsky)
σᾰγηνεία: ἡ ловля сетью (ἰχθύος Plut.).