σαυκός

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυκός Medium diacritics: σαυκός Low diacritics: σαυκός Capitals: ΣΑΥΚΟΣ
Transliteration A: saukós Transliteration B: saukos Transliteration C: safkos Beta Code: sauko/s

English (LSJ)

σαυκή, σαυκόν, dry (Syrac.), Hsch. σαυκρός, ά, όν,= ἁβρός, and σαυκρόπους, ὁ, ἡ,= ἁβρόπους, Id.

German (Pape)

[Seite 865] leicht zu zerreiben, dah. dürr, trocken, ein syrakus. Wort, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σαυκός: ή, όν ξηρός, λέξις Συρακοσία, «σαυκὸν· ξηρὸν Συρακόσιοι» Ἡσύχ., ὅστις μνημονεύει σαυχμὸς καὶ σαχνὸς = «χαῦνος, σαθρός, ἀσθενής».