σεῦα
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
v. σεύω.
French (Bailly abrégé)
ao. épq. de σεύω.
Russian (Dvoretsky)
σεῦα: эп. (= ἔσσευα) aor. к σεύω.
Greek (Liddell-Scott)
σεῦα: σεῦμα, ἴδε ἐν λ. σεύω, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
see σεύω.
Greek Monotonic
σεῦα: Επικ. αόρ. αʹ του σεύω· -σεῦται αντί σεύεται.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεῦα ep. aor. van σεύω.