σιτοπομπεία

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

German (Pape)

[Seite 886] ἡ, Getreidesendung, Getreidetransport, auch Begleitung u. Sicherung desselben, D. Sic. 14, 55 u. sonst als v. l. für σιτοπομπία, w. m. s.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιτοπομπός
1. αποστολή, μεταφορά σιταριού και άλλων τροφίμων με συνοδεία
2. προμήθεια σιταριού, εφοδιασμός με σιτάρι.