σιτοπομπεία
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
German (Pape)
[Seite 886] ἡ, Getreidesendung, Getreidetransport, auch Begleitung u. Sicherung desselben, D. Sic. 14, 55 u. sonst als v. l. für σιτοπομπία, w. m. s.
Greek Monolingual
ἡ, Α σιτοπομπός
1. αποστολή, μεταφορά σιταριού και άλλων τροφίμων με συνοδεία
2. προμήθεια σιταριού, εφοδιασμός με σιτάρι.