σιτοφυλακεῖον
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
τό, granary, Suid.
German (Pape)
[Seite 886] τό, Ort, Gefäß, worin Getreide aufbewahrt wird (?).
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοφῠλᾰκεῖον: τό, ἀποθήκη σίτου, σιτοβολών, Σουΐδ.
Greek Monolingual
τὸ, Α σιτοφύλαξ, -ακος
1. (κατά το λεξ. Σούδα) σιταποθήκη
2. σιτοβολώνας.