σκιάχτρο

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. καθετί που προκαλεί φόβο, φόβητρο
2. ομοίωμα ανθρώπου που χρησιμοποιείται από τους αγρότες ως μέσο για την απομάκρυνση τών πουλιών και άλλων ζώων που βλάπτουν τις καλλιέργειες
3. μτφ. α) πολύ άσχημος άνθρωπος
β) κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα του σκιάζω «φοβίζω» + επίθημα -τρο (πρβλ. πλήττω: έπληξα: πλήκ-τρο)].