σκολιοπόρος

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐοπόρος Medium diacritics: σκολιοπόρος Low diacritics: σκολιοπόρος Capitals: ΣΚΟΛΙΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: skoliopóros Transliteration B: skolioporos Transliteration C: skolioporos Beta Code: skoliopo/ros

English (LSJ)

σκολιοπόρον, with winding passages, ὦτα S.E.P.1.126.

Russian (Dvoretsky)

σκολιοπόρος: с кривыми ходами (ὦτα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

σκολιοπόρος: -ον, ὁ ἔχων σκολιοὺς πόρους, σκολιὰς ὀπάς, ὦτα Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 126· - σκολιοπορία, ἡ, Καισάρ. σ. 944, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός, στρεβλός» + πόρος.