Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκολιότητα

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

η / σκολιότης, -ητος, ΝΜΑ σκολιός
η ιδιότητα και το γνώρισμα του σκολιού
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) στριφνότητα, δυστροπία
αρχ.
1. μτφ. ανισότητα
2. μτφ. α) (για πρόσ.) ηθική διαστροφή
β) αδικία
3. στον πληθ. αἱ σκολιότητες
ελικοειδής πορεία ή κατεύθυνση.