σπονδύλη

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδύλη Medium diacritics: σπονδύλη Low diacritics: σπονδύλη Capitals: ΣΠΟΝΔΥΛΗ
Transliteration A: spondýlē Transliteration B: spondylē Transliteration C: spondyli Beta Code: spondu/lh

English (LSJ)

σπονδύλιον, σπονδύλιος, σπονδυλώδης, σπονδύλος, v. σφονδύλη.

German (Pape)

[Seite 924] ἡ, s. das att. σφονδύλη.

Greek (Liddell-Scott)

σπονδύλη: -ύλιον, -ύλιος, -υλώδης, -ῠλος, ἴδε σφονδ-.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σφονδύλη.

Greek Monotonic

σπονδύλη: σπόνδῠλος, βλ. σφονδ-.

Frisk Etymological English

σπόνδυλος See also: s. σφονδ-.

Frisk Etymology German

σπονδύλη: σπόνδυλος
{spondúlē}
See also: s. σφονδ-.
Page 2,771