σταλαγμίτης
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
Greek Monolingual
ο, Ν
γεωλ. επιμήκης μορφή που αποτελείται από διάφορα ορυκτά τα οποία αποτίθενται από διάλυση λόγω αργής σταγονορροής του νερού και αναπτύσσεται από το δάπεδο σπηλαίου προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalagmite (< σταλαγμός + επίθημα -ίτης, πρβλ. αιματίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στονΑν. Κορδέλλα].