στειλειός
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
v. στελεός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
rouleau pour étendre la pâte.
Étymologie: DELG v. στελεά.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. στειλεός.
Russian (Dvoretsky)
στειλειός: ὁ Aesop. = στειλειόν.