στειλειός

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στειλειός Medium diacritics: στειλειός Low diacritics: στειλειός Capitals: ΣΤΕΙΛΕΙΟΣ
Transliteration A: steileiós Transliteration B: steileios Transliteration C: steileios Beta Code: steileio/s

English (LSJ)

v. στελεός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rouleau pour étendre la pâte.
Étymologie: DELG v. στελεά.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. στειλεός.

Russian (Dvoretsky)

στειλειός: ὁ Aesop. = στειλειόν.