στενακτέον

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενακτέον Medium diacritics: στενακτέον Low diacritics: στενακτέον Capitals: ΣΤΕΝΑΚΤΕΟΝ
Transliteration A: stenaktéon Transliteration B: stenakteon Transliteration C: stenakteon Beta Code: stenakte/on

English (LSJ)

one must bewail, τὰ τούτων E.Supp.291.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στενακτέον [στενάζω] adj. verb. er moet geweeklaagd, gejammerd worden

German (Pape)

adj. verb. von στενάζω.

Russian (Dvoretsky)

στενακτέον: adj. verb. к στενάζω.

Greek (Liddell-Scott)

στενακτέον: πρέπει τις νὰ στενάξῃ, νὰ θρηνήσῃ, τὰ τούτων Εὐρ. Ἱκέτ. 291.

Greek Monotonic

στενακτέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.