στερνίτης

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερνίτης Medium diacritics: στερνίτης Low diacritics: στερνίτης Capitals: ΣΤΕΡΝΙΤΗΣ
Transliteration A: sternítēs Transliteration B: sternitēs Transliteration C: sternitis Beta Code: sterni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, only fem. στερκῖτις, ιδος, of the breast, πλευραί, i.e. the 5th and 6th ribs, Poll.2.182.

German (Pape)

[Seite 937] ὁ, tem. στερνῖτις, ἡ, von der Brust, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

στερνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ στῆθος, ὁ τοῦ στήθους, Πολυδ. Β΄, 182.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ και θηλ. στερνῖτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
1. ζωολ. κοιλιακό τμήμα τών μεταμερικών σωματικών δακτύλων του χιτινώδους περιβλήματος τών αρθροπόδων
2. φρ. α) «στερνίτης μυς»
ανατ. υποτυπώδης μυς που εκφύεται από τη θωρακική περιτονία και καταφύεται στη λαβή του στέρνου
β) «τρίγωνος στερνίτης μυς»
ανατ. μυς της οπίσθιας επιφάνειας του στέρνου που λειτουργεί ως καθελκτήρας τών πλευρών κατά την εκπνοή
αρχ.
αυτός που ανήκει στο στέρνο, στο στήθος («στερνίτιδες πλευραί», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης / σελην-ῖτις)].