γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
στρογγύλοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπων, Βυζαντ.
και στρογγυλόψις, -εως, ό, ἡ, Μστρογγυλοπρόσωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. κύκνοψις].