στροφορμή

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η, Ν
φυσ. ιδιότητα που χαρακτηρίζει την αδράνεια ως προς την κίνηση ενός σώματος ή ενός συστήματος σωμάτων γύρω από έναν άξονα, ο οποίος είναι δυνατόν να διέρχεται ή και να μη διέρχεται από το σώμα ή το σύστημα, ιδιότητα που είναι διανυσματικό μέγεθος του οποίου το μέτρο είναι ίσο με το γινόμενο της ορμής του σώματος επί την απόσταση του κέντρου περιστροφής του από την ευθεία η οποία διέρχεται από το κέντρο βάρους του σώματος και συμπίπτει με τη διεύθυνση της στιγμιαίας ταχύτητάς του.