Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στροφορμή

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

η, Ν
φυσ. ιδιότητα που χαρακτηρίζει την αδράνεια ως προς την κίνηση ενός σώματος ή ενός συστήματος σωμάτων γύρω από έναν άξονα, ο οποίος είναι δυνατόν να διέρχεται ή και να μη διέρχεται από το σώμα ή το σύστημα, ιδιότητα που είναι διανυσματικό μέγεθος του οποίου το μέτρο είναι ίσο με το γινόμενο της ορμής του σώματος επί την απόσταση του κέντρου περιστροφής του από την ευθεία η οποία διέρχεται από το κέντρο βάρους του σώματος και συμπίπτει με τη διεύθυνση της στιγμιαίας ταχύτητάς του.