συμβεβηκότως
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of συμβαίνω, per accidens, Nicom.Ar.1.1, Syrian. in Metaph.169.24.
German (Pape)
[Seite 978] adv. part. perf. act. zu συμβαίνω, zufälligerweise, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμβεβηκότως: Ἐπιρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ συμβαίνω, = κατὰ συμβεβηκός, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, μνημονεύεται ἐκ Νικομ. Ἀριθμ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συμβεβηκώς, -ότος του συμβαίνω.
Translations
by chance
Arabic: صُدْفَةً; Belarusian: выпадкова; Bulgarian: случайно; Catalan: per atzar, per casualitat; Cebuano: salagma; Chinese Mandarin: 碰巧, 湊巧/凑巧, 恰巧, 剛好/刚好, 偶然; Czech: náhodou; Danish: tilfældigt; Dutch: toevallig; Esperanto: okaze, hazarde; Finnish: sattumalta, sattumoisin; French: d'aventure, par hasard, par rencontre; German: zufällig, von ungefähr; Greek: από καθαρή τύχη, από σύμπτωση, εκ συμπτώσεως, κατά συγκυρία, κατά συγκυρίαν, κατά σύμπτωση, κατά τύχη, συμπτωματικά, τυχαία, τυχαίως; Ancient Greek: ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, αὐτομάτως, ἐκ τύχης, κατὰ συγκυρίαν, κατὰ τύχην, συμβεβηκότως, τύχῃ, τυχιμαίως, τυχόντως; Hungarian: véletlenül; Ido: hazarde; Italian: per caso, casualmente; Japanese: 偶然; Korean: 우연히; Latin: fortuito, temere; Macedonian: случајно; Norwegian Bokmål: tilfeldigvis; Nynorsk: tilfeldigvis; Persian: اتفاقاً; Polish: przypadkowo, przypadkiem; Portuguese: por acaso, casualmente; Romanian: din întâmplare, din noroc; Russian: случайно; Scottish Gaelic: le tuiteamas; Serbo-Croatian Cyrillic: слу̏ча̄јно; Roman: slȕčājno; Slovak: náhodou; Slovene: slučajno; Spanish: por casualidad; Swahili: kwa nasibu; Swedish: av en slump; Turkish: şans eseri; Ukrainian: випадково; Urdu: اچانک, اچانک سے; Vietnamese: tình cờ; Walloon: d' astcheyance