συμμαζεύω

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

Ν
1. συναθροίζω, συγκεντρώνω στο ίδιο μέρος πράγματα διασκορπισμένα
2. (ιδίως για αγροτικά προϊόντα) συγκεντρώνω και αποθηκεύω, σοδιάζω, συγκομίζω
3. συνεκδ. τακτοποιώ, συγυρίζω
4. περιστέλλω, συγκρατώ («συμμάζεψε λίγο τα μαλλιά σου να μην πετάνε»)
5. μτφ. χαλιναγωγώ, περιορίζωπρέπει να συμμαζέψουμε λίγο τον προκομμένο μας»)
6. φρ. «και δεν συμμαζεύεται» — λέγεται σκωπτικά και συνοδεύει λέξη ή άλλη φράση προκειμένου να δηλωθεί έτσι κάτι το άμετρο, το υπερβολικό ή το ανόητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μαζεύω].