συμπυκνώνω

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

συμπυκνῶ, -όω, ΝΜΑ [[πυκνῶ, -ώνω]]
καθιστώ πυκνό κάτι με πίεση, εξάτμιση ή άλλη μέθοδο (α. «συμπυκνώνω υγρό» β. «συμπυκνῶσαι καὶ πιλῶσαι», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. καθιστώ το νόημα ενός κειμένου πιο περιεκτικό αποφεύγοντας ή καταργώντας τυχόν μακρολογίες, ασάφειες ή επεκτάσεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση κυρίως της νοηματικής του δομής
2. φρ. α) «συμπυκνωμένο γάλα» — γάλα που έχει καταστεί παχύρρευστο μετά την αφαίρεση του περιεχομένου νερού
β) «συμπυκνωμένη κατάσταση της ύλης»
φυσ.-χημ. κατάσταση της ύλης της οποίας οι δομικές μονάδες, τα άτομα ή τα μόρια, βρίσκονται σε πολύ κοντινές μεταξύ τους αποστάσεις, όπως λ.χ. στην υγρή και στερεά κατάσταση
νεοελλ.-μσν.
συμπτύσσω ζυγούς ή στοίχους, περιορίζω τον χώρο που κατέχουν άτομα ενεργώντας ώστε να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο (α. «συμπυκνώθηκε η παράταξη» β. «λόχους συμπυκνώσαντες», Τζέτζ.).