ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
εως (ἡ) :
c. συνηλυσία.
-ήσεως, ἡ, A
σύναξη, συνηλυσίη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἤλυσις «οδός, πορεία»].
συνήλῠσις: εως ἡ встреча, собрание Anth.
ἡ, Zusammenkunft, Synes.