Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω → Give me a place to stand on, and I will move the Earth.
-άομαι, Αθεραπεύω εντελώς κάτι από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιῶμαι «θεραπεύω εντελώς»].