συνεξιώμαι

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

-άομαι, Α
θεραπεύω εντελώς κάτι από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιῶμαι «θεραπεύω εντελώς»].