συνοδεία

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

η, ΝΑ συνοδεύω
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύει κάποιον, που μετακινείται μαζί του τιμητικά ή για την ασφάλεια του ή για να εμποδίσει την απόδραση του (α. «η συνοδεία του Πατριάρχη» β. «η συνοδεία του πρωθυπουργού» γ. «μεταφέρθηκε στο δικαστήριο με ισχυρή συνοδεία αστυνομικών»)
2. μουσ. δευτερεύον τμήμα μιας μουσικής σύνθεσης σχεδιασμένο για να υποστηρίξει ή να αναδείξει το κύριο μέρος της («ρεσιτάλ σοπράνο με συνοδεία πιάνου»)
3. φρ. α) «συνοδεία πλοίων» — νηοπομπή
β) «συνοδεία οχημάτων», εφοδιοπομπή
αρχ.
συνοδοιπορία.