συνοικουρέω
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
A live at home together, D.H.8.46; ὅπως [Ἔρως] συνοικουρῇ τῷ γάμῳ Plu.2.769d.
II metaph. of rust, adhere throughout, Ph.Bel.60.25.
French (Bailly abrégé)
συνοικουρῶ :
vivre ensemble à la maison.
Étymologie: συνοικουρός.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικουρέω: οἰκουρῶ, μένω ἐν τῷ οἴκῳ ὁμοῦ, συνδιαμένω, Διον. Ἁλ. 8. 46.
Russian (Dvoretsky)
συνοικουρέω: обитать вместе, сожительствовать (τῷ γάμῳ Plut.).
German (Pape)
mit od. zugleich das Haus hüten, ruhig zu Hause bleiben, Plut. amat. 23.