συντονάριος
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
pedicularius, Glossaria.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. φθειρικός
2. πιθ. αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το πόδι του στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «έντονος, σύμφωνος» + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. νομικάριος].