σχοινῖτις
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
ιδος, ἡ, made of rushes, καλύβη AP7.295 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
fait de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.
German (Pape)
fem. zu σχοινίτης.
Russian (Dvoretsky)
σχοινῖτις: ῐδος adj. f тростниковая (καλύβη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σχοινῖτις: -ιδος, ἡ, πεποιημένος ἐκ σχοίνων ἢ βούρλων, καλύβη Ἀνθ. Π. 7. 295.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. σχοινίτης.
Greek Monotonic
σχοινῖτις: -ιδος, ἡ (σχοῖνος), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από βούρλα, σε Ανθ.