σχολαστικότητα

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του σχολαστικού, η προσήλωση στους τύπους και στις λεπτομέρειες με ταυτόχρονη παράλειψη της ουσίας
2. (κατ' επέκτ.) στενότητα πνεύματος και αντιλήψεων
3. η εμμονή στους τύπους και στους γραμματικούς κανόνες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
4. το να γίνεται κάτι με λεπτομέρειες, διεξοδικά («τον διακρίνει η σχολαστικότητα στο διάβασμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. σχολαστικότης, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].