θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
η, Ν σωληνώνω
1. τεχνολ. σύνολο διαδοχικά τοποθετημένων σωλήνων έτσι ώστε αυτοί να αποτελούν μια συνεχή κοίλη γραμμή μεταφοράς ενός ρευστού ή ένα μέσο εξωτερικής προστασίας καλωδίων
2. τεχνολ. η τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης σε ανεγειρόμενο κτήριο.