σωματεμπορία
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
German (Pape)
[Seite 1060] ἡ, Sklavenhandel (?).
Greek (Liddell-Scott)
σωματεμπορία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σωματεμπόρου, ἐμπόριον δούλων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σωματέμπορος
νεοελλ.
η προμήθεια σε άτομα ή σε οίκους ανοχής γυναικών ή ανηλίκων για ασέλγεια, αλλ. εμπόριο λευκής σάρκας
μσν.-αρχ.
το δουλεμπόριο.