τεθαρρηκότως
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
Adv. pf. part. of θαρρέω, boldly, Plb.2.10.7, 9.9.8, Phld.Piet.18, D.S.4.17, etc.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec confiance, résolument.
Étymologie: τεθαρρηκώς, part. pf. de θαρρέω.
German (Pape)
adv. part. perf. von θαρρέω, dreist; Pol. 2.10.7; Plut. Rom. 12.
Russian (Dvoretsky)
τεθαρρηκότως: [от part. pf. к θαρρέω уверенно, смело, решительно Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
τεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. τοῦ θαρρέω, μετὰ θάρρους, Πολύβ. 2. 10, 7., 9. 9, 8, κλπ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με θάρρος («ῥᾳδίως ἐχρήσατο τῇ πολιορκίᾳ καὶ τεθαρρηκότως», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθαρρηκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. θαρρῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
τεθαρρηκότως: επίρρ. του θαρρέω, τολμηρά, με θάρρος, σε Πολύβ.