τειχοσκοπία

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχοσκοπία Medium diacritics: τειχοσκοπία Low diacritics: τειχοσκοπία Capitals: ΤΕΙΧΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: teichoskopía Transliteration B: teichoskopia Transliteration C: teichoskopia Beta Code: teixoskopi/a

English (LSJ)

ἡ, looking from the walls: name given to a scene in the third book of the Iliad, Sch.E.Ph.88.

German (Pape)

[Seite 1081] ἡ, das Schauen von der Mauer, Schol. Eur. Phoen. 88; so hieß ein Teil des dritten Gesanges der Iliade.

Russian (Dvoretsky)

τειχοσκοπία:смотрение со стен (Трои) (обычное заглавие часта III песни «Илиады», ст. 121-244).

Greek (Liddell-Scott)

τειχοσκοπία: ἡ, τὸ σκοπεῖν ἀπὸ τῶν τειχῶν, ὄνομα τῆς γ΄ ῥαψῳδίας (Γ.) τῆς Ἰλιάδος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 88. 3553. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. η παρακολούθηση τών κινήσεων του αντιπάλου από τα τείχη
2. σκηνή της ραψωδίας Γ της Ιλιάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -σκοπία (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκοπία].