τετράσχιστος

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσχιστος Medium diacritics: τετράσχιστος Low diacritics: τετράσχιστος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: tetráschistos Transliteration B: tetraschistos Transliteration C: tetraschistos Beta Code: tetra/sxistos

English (LSJ)

τετράσχιστον, split or parted into four, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1099] vierspaltig, viertheilig (?).

Greek (Liddell-Scott)

τετράσχιστος: -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, Α
σχισμένος ή διαιρεμένος σε τέσσερα κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύσχιστος].