τζάουλ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
Greek Monolingual
το, Ν
1. μετρολ. μονάδα έργου, ενέργειας και ποσότητας θερμότητας, ισοδύναμη με το έργο που παράγεται από μια δύναμη ενός νιούτον όταν αυτή μετακινεί το σημείο εφαρμογής της κατά τη διεύθυνση και φορά της επί μήκος ενός μέτρου, μονάδα που συμβολίζεται με J
2. φρ. α) «τζάουλ ανά κέλβιν» — μονάδα θερμοχωρητικότητας και εντροπίας στο Διεθνές Σύστημα μονάδων, που συμβολίζεται με J/K και ισοδυναμεί με την αύξηση της εντροπίας ενός συστήματος το οποίο δέχεται ποσότητα θερμότητας ίση με ένα τζάουλ υπό σταθερή θερμοδυναμική θερμοκρασία ενός κέλβιν, με την προϋπόθεση ότι το σύστημα δεν υφίσταται οποιαδήποτε αναντίστρεπτη μεταβολή
β) «τζάουλ ανά χιλιόγραμμο και κέλβιν» — μονάδα ειδικής θερμότητας ή ειδικής εντροπίας στο Διεθνές Σύστημα μονάδων, που συμβολίζεται με J/kg·K και ισοδυναμεί με την ειδική θερμότητα ενός ομογενούς σώματος, μάζας ενός χιλιογράμμου, στο οποίο η προσφορά μιας ποσότητας θερμότητας ίσης με ένα τζάουλ επιφέρει ανύψωση της θερμοδυναμικής θερμοκρασίας του κατά ένα κέλβιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. joule, από το όν. του Άγγλου φυσικού J. Joule].