τιθηνία

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθηνία Medium diacritics: τιθηνία Low diacritics: τιθηνία Capitals: ΤΙΘΗΝΙΑ
Transliteration A: tithēnía Transliteration B: tithēnia Transliteration C: tithinia Beta Code: tiqhni/a

English (LSJ)

ἡ, = τιθήνησις, LXX 4 Ma.16.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1113] ἡ, Pflege, Wartung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθηνία: ἡ, = τιθήνησις, Ἰωσήπ. Μακκ. 16.

Greek Monolingual

και τιθηνεία και ιων. τ. τιθηνείη, ἡ, Α τιθηνῶ
1. ανατροφή
2. (ειδικότερα) θηλασμός.