τοποτηρώ

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
είμαι τοποτηρητής, εκτελώ καθήκοντα τοποτηρητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + τηρῶ (πρβλ. καιροτηρώ)].