τρίποδας

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τρίποδο, υποστήριγμα με τρία πόδια
2. (ειδικά) α) ο οκρίβαντας, το καβαλέτο
β) ο τρίπους τών αρχαίων μαντείων και ιερών.